βελόνα

βελόνα
η
1. επίμηκες, λεπτό και μυτερό εργαλείο με τρύπα στο πάνω άκρο του, με το οποίο πλέκουν, ράβουν ή κεντούν, η ραφίδα: Για να ράψεις ένα κουμπί χρειάζεσαι κλωστή και βελόνα.
2. καθετί που μοιάζει με βελόνα, π.χ. καρφί, τα φύλλα των πεύκων κ.ά.
3. φρ., «Δεν έπεφτε ούτε βελόνα», για μεγάλο πλήθος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βελόνα — Μικρό νησί του νοτιοδυτικού Αιγαίου. Βρίσκεται ανάμεσα στη Λέρο και στην Κάλυμνο. * * * η (AM βελόνη) 1. λεπτό μετάλλινο όργανο ραφής με αιχμηρή άκρη και τρύπα στο πλατύτερο μέρος του για να περνάει η κλωστή 2. η λεπτή αιχμή οποιουδήποτε… …   Dictionary of Greek

  • βελόνας — βελόνᾱς , βελόνη needle fem acc pl βελόνᾱς , βελόνη needle fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμμόφωνο — Συσκευή που αναπαραγάγει ήχους και λέξεις με καθαρά μηχανικά μέσα. Ο Σιρανό ντε Μπερζεράκ (1619–1655) έκανε λόγο σε κάποιο έργο του για χαραγμένες σελίδες, από τις οποίες περνά μία βελόνα αναπαράγοντας λέξεις και μουσική. Ο Άγγλος φυσικός Θ.… …   Dictionary of Greek

  • ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… …   Dictionary of Greek

  • δαντέλα — Λεπτότατο διαφανές πλέγμα από λινή, βαμβακερή, μεταξωτή ή χρυσή κλωστή. Σήμερα κατασκευάζονται δ. και από συνθετικές ίνες, νάιλον κλπ. Η λέξη δ. προέρχεται από το γαλλικό dentelle (με ετυμολογία από τη λέξη dent που σημαίνει δόντι) και… …   Dictionary of Greek

  • καρφοβελόνα — και καρφοβελόνη, η 1. λεπτό και επίμηκες σιδερένιο καρφί 2. η καρφίτσα με μήκος μεγαλύτερο από το συνηθισμένο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρφί + βελόνα (< βελόνα), πρβλ. καλτσο βελόνα, σακο βελόνα] …   Dictionary of Greek

  • βελονιά — η 1. τρύπημα με βελόνα 2. απόσταση μεταξύ δύο διαδοχικών τρυπημάτων υφάσματος με βελόνα 3. είδος ραφής με βελόνα («πυκνή...» «αραιή βελονιά») 4. κέντημα, ποίκιλμα 5. οξύς και σύντομος πόνος («νιώθω βελονιές στα πόδια μου») …   Dictionary of Greek

  • τατουάζ — (tatouage, και συχνά ελληνικά δερματοστιξία). Η συνήθεια να χαράζουν επάνω στο δέρμα διάφορα σχέδια. Η λέξη τ., που έγινε διεθνής, κατάγεται από λέξη της παλαιάς γλώσσας της Ταϊτής, όπου η συνήθεια ονομαζόταν τατάου. Ανάλογα με το χρώμα του… …   Dictionary of Greek

  • βελόνιασμα — το 1. το πέρασμα της κλωστής στη βελόνα. 2. το ράψιμο με βελόνα. 3. το τρύπημα, το αγκύλωμα από βελόνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ένεση — Μέθοδος εισαγωγής φαρμάκου ή εμβολίου στους ιστούς ή στο αίμα, με τη χρήση κατάλληλου οργάνου. Τα κύρια πλεονεκτήματα της μεθόδου αυτής, σε σχέση με τη χορήγηση των φαρμάκων από το στόμα, είναι η δυνατότητα να υπολογίζεται με ακρίβεια η δόση, η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”